Μα ξάφνου μια σπαραχτικιά κραυγή μέσα μου: «βοήθεια!» Ποιος
φώναξε;
Μάζωξε τη δύναμή σου κι αφουγκράσου. Όλη η καρδιά του ανθρώπου είναι
μια κραυγή.
Ακούμπησε απάνω στο στήθος σου να την ακούσεις. Κάποιος μέσα
σου
αγωνίζεται και φωνάζει.
Χρέος σου,
σε πάσα στιγμή, μέρα και νύχτα, σε χαρά και σε θλίψη, μέσα από την
καθημερινήν
ανάγκη να ξεχωρίσεις την Κραυγή τούτη, να την ξεχωρίσεις ορμητικά
ή συγκρατημένα,
όπως βολεί στη φύση σου, γελώντας ή κλαίγοντας, ενεργώντας
ή
στοχαζόμενος, και να μάχεσαι να νοιώσεις ποιος είναι αυτός που κιντυνεύει
και
φωνάζει.
Και πώς
μπορούμε εμείς να στρατευτούμε, όλοι μαζί, και να τον λευτερώσουμε.
Μέσα στην
πιο μεγάλη χαρά μας ένας μέσα μας φωνάζει: « Πονώ! Θέλω να
ξεφύγω από
τη χαρά σου! Πλαντώ»!
Μέσα στην
πιο μεγάλη απελπισία μας ένας μέσα μας φωνάζει: « Δεν απελπίζουμαι!
Παλεύω!
Γαντζώνομαι απάνω από την κεφαλή σου, ξεθηκαρώνω από το σώμα σου ,
ξεθηκαρώνω
από τη γης, δε χωρώ σε μυαλά, σε ονόματα, σε πράξεις!»
Μέσα από
την πλατιά αρετή μας ένας ανασηκώνεται, απελπισμένος, και φωνάζει:
« Στενή
είναι η αρετή, δεν μπορώ ν’ αναπνέψω. Μικρός, στενός είναι
ο Παράδεισος,
δε με χωράει. Σαν άνθρωπος μου φαίνεται ο Θεός σας,
δεν τον
θέλω!»
Ακούω την
άγρια κραυγή κι ανατινάζουμαι .Μέσα μου, η αγωνία που ανηφορίζει
συντάζεται,
για πρώτη φορά, σε ακέραιη ανθρώπινη φωνή – καθαρά, με τ΄ όνομά
μου, με τ’
όνομα του γονιού και της ράτσας μου!
Είναι η
μεγάλη κρίσιμη στιγμή. Είναι το σύνθημα της Πορείας. Αν δεν ακούσεις
την Κραυγή
τούτη να σκίζει τα σωθικά σου, μην ξεκινήσεις!
Ξακλούθα
με υπομονή, με υποταγή την ιερή θητεία σου στον πρώτο, στο δεύτερο,
στον τρίτο
βαθμό της προετοιμασίας.
Κι
αφουγκράζου: Στον ύπνο, στον έρωτα, στη δημιουργία, σε μια αφιλόκερδή σου
περήφανη πράξη
ή μέσα σε βαθιά απελπισμένη σιωπή, ξάφνου μπορεί ν’ ακούσεις
την Κραυγή
και να κινήσεις.
Ως τώρα
έρεε η καρδιά μου, ανέβαινε, κατέβαινε με
το Σύμπαντο. Μα ως άκουσα
την Κραυγή,
το σπλάχνο μου και το Σύμπαντο χωρίστηκαν σε δυό στρατόπεδα.
Κάποιος
μέσα μου κιντυνεύει, σήκωσε τα χέρια του και μου φωνάζει:
«Σώσε με!»
Κάποιος μέσα μου ανεβαίνει, παραπατάει και φωνάζει: «Βοήθεια!»
Ποια στράτα
από τις δυό αιώνιες να διαλέξω; Ξαφνικά νογώ, από την απόφασή μου
τούτη κρέμεται
όλη μου η ζωή. Κρέμεται όλη η ζωή του Σύμπαντου.
Από τις δυό
στράτες, διαλέγω τον ανήφορο. Γιατί ;Χωρίς
νοητά επιχειρήματα,
χωρίς καμιά
βεβαιότητα. Κατέχω πόσο ανήμπορος στην κρίσιμη τούτη στιγμή
είναι ο νους κι όλες οι μικρές βεβαιότητες του
ανθρώπου.
Διαλέγω
τον ανήφορο, γιατί κατά κει με σπρώχνει η καρδιά μου. « Απάνω! Απάνω»
φωνάζει η
καρδιά μου, και την ακολουθώ μ’ εμπιστοσύνη.
Νιώθω,
αυτό ζητάει από μένα η τρομερή αρχέγονη Κραυγή. Πηδώ στο πλευρό της!
Ταυτίζω τη
μοίρα μου μαζί της.
Κάποιος
μέσα μου αγωνίζεται ν’ ανασηκώσει ένα βάρος, ν’αναμερίσει τη σάρκα
και το
νου, νικώντας τη συνήθεια, την τεμπελιά και την ανάγκη.
Δεν ξέρω από
πού έρχεται και πού πάει. Μέσα στο
εφήμερο στήθος μου αδράχνω
την πορεία
του, αφουγκράζουμαι το αγκομαχητό του, ανατριχιάζω αγγίζοντάς τον.
Ποιος είναι;
Στήνω το αυτί, θέτω σημάδια, οσμίζομαι τον αγέρα. Ανηφορίζω,
ψάχνοντας προς
τ’ απάνω, αγκομαχώντας.
Αρχίζει η
φοβερή, η μυστική Πορεία.
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου