Περπατώ σ' ένα μονοπάτι..
Αφήνω τα πόδια μου να με οδηγήσουν. Η ματιά μου στέκεται στα δέντρα, στα πουλιά, στις πέτρες.
Στον ορίζοντα διαγράφεται το περίγραμμα μιας πόλης. Οξύνω τη ματιά μου για να την ξεχωρίσω
καλύτερα. Αισθάνομαι οτι η πόλη με έλκει. Χωρίς να ξέρω πώς, συνειδητοποιώ οτι σε αυτήν την
πόλη μπορώ να βρώ όλα όσα επιθυμώ.
Όλους μου τους στόχους, τους σκοπούς, τα μελλοντικά μου επιτεύγματα. Οι φιλοδοξίες και τα
όνειρά μου βρίσκονται σε αυτήν την πόλη. Αυτό που θέλω να καταφέρω, αυτό που χρειάζομαι,
αυτό που θα ήθελα να γίνω πιο πολύ, αυτό που επιδιώκω, αυτό που προσπαθώ, αυτό για το οποίο
δουλεύω, αυτό που πάντα φιλοδοξούσα, αυτό που θα ήταν η μεγαλύτερη από τις επιτυχίες μου.
Φαντάζομαι οτι όλα αυτά βρίσκονται σε αυτήν την πόλη.
Χωρίς δισταγμό, αρχίζω να πηγαίνω πρός τα 'κει Λίγο μετά, αφού έχω ήδη αρχίσει να βαδίζω, το
μονοπάτι γίνεται ανηφορικό.Κουράζομαι λίγο, αλλά δεν πειράζει. Συνεχίζω.
Διακρίνω μια μαύρη σκιά παρακάτω, στο δρόμο. Πλησιάζω και βλέπω οτι μια τεράστια τάφρος εμποδίζει το πέρασμά μου. Φοβάμαι.... διστάζω. Μ΄ενοχλεί που ο στόχος μου δεν μπορεί να επιτευ-
χθεί εύκολα. Όπως και να΄χει, αποφασίζω να πηδήξω την τάφρο. Κάνω πίσω,παίρνω φόρα και πηδώ...
Καταφέρνω να την περάσω. Ξαναρχίζω το δρόμο μου και συνεχίζω να περπατώ.
Λίγα μέτρα πιο κάτω εμφανίζεται άλλη τάφρος. Ξαναπαίρνω φόρα και την περνάω κι αυτήν.
Τρέχω προς την πόλη. Ο δρόμος φαίνεται καθαρός.
Με ξαφνιάζει μια άβυσσος που ανοίγεται στο δρόμο μου. Σταματώ. Είναι αδύνατον να πηδήξω από πάνω. Βλέπω πως δίπλα υπάρχουν ξύλα, καρφιά και εργαλεία. Συνειδητοποιώ οτι βρίσκονται εκεί για την κατασκευή μιας γέφυρας. Ποτέ δεν ήμουν επιδέξιος στα χέρια.... σκέφτομαι να παραιτηθώ. Κοιτώ
το στόχο που επιθυμώ... και αντιστέκομαι. Αρχίζω την κατασκευή της γέφυρας. Περνούν ώρες,
μέρες, μήνες. Η γέφυρα είναι έτοιμη. Συγκινημένος, τη διασχίζω.
Και φτάνοντας στην άλλη μεριά... ανακαλύπτω το τείχος. Ένα γιγαντιαίο τείχος, κρύο και υγρό, περι-
κυκλώνει την πόλη των ονείρων μου... αισθάνομαι απελπισμένος.... ψάχνω τρόπο να το αποφύγω.
Δεν υπάρχει. Πρέπει να σκαρφαλώσω. Η πόλη είναι τόσο κοντά. Δε θα αφήσω το τείχος να μου φράξει
το πέρασμα.
Σκέφτομαι να αναρριχηθώ. Ξεκουράζομαι μερικά λεπτά και παίρνω αέρα...
Ξαφνικά βλέπω σε μια άκρη του δρόμου, ένα παιδί να με κοιτά σα να με γνώριζε. Μου χαμογελά με
συνενοχή. Μου θυμίζει τον εαυτό μου... όταν ήμουν παιδί. Ίσως γι' αυτό τολμώ να εκφράσω φωναχτά
το παράπονό μου. " Γιατί τόσα πολλά εμπόδια ανάμεσα σε μένα και στο σκοπό μου;"
Το παιδί σηκώνει τους ώμους και μου απαντά. " Και γιατί ρωτάς εμένα; Τα εμπόδια δεν υπήρχαν μέχρι
να έρθεις... Τα εμπόδια τα έφερες εσύ."
Από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάϊ
"Ιστορίες να σκεφτείς"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου